- αντεγκληματικός
- -ή, -όαυτός που στρέφεται εναντίον της εγκληματικότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεγκληματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικά — ἀντεγκληματικός of neut nom/voc/acc pl ἀντεγκληματικά̱ , ἀντεγκληματικός of fem nom/voc/acc dual ἀντεγκληματικά̱ , ἀντεγκληματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικῶν — ἀντεγκληματικός of fem gen pl ἀντεγκληματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικόν — ἀντεγκληματικός of masc acc sg ἀντεγκληματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικαί — ἀντεγκληματικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικοῖς — ἀντεγκληματικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικοί — ἀντεγκληματικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικοῦ — ἀντεγκληματικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικούς — ἀντεγκληματικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεγκληματικῆς — ἀντεγκληματικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)